κόπον

κόπον
κόπος
striking
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Codex Alexandrinus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 02 …   Wikipedia

  • вътре — ? (1*) – ?: да не ре(ч)тсѩ и въ васъ. оружь˫а вътре труда на повелѣнье. (ὁ πλάσσων κόπον ἐπὶ πρόσταγμα) ФСт XIV, 222в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Étienne le Sabaïte — Demande de traduction Nom original ici → …   Wikipédia en Français

  • PALAMEDIS — in Epigramm. veteri de Tabula, Hoc opus inventor nimium Palamedis amavit, Et parili excellens Mucius ingeniô: pro Palamedes, Graece Παλαμήδης. Sic Artabassis, pro Artabasses, apud Vobisc. in Probo, c. 4. Graece Α᾿ρταβάςςης: Lyristis, apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιππάκοπον — ἱππάκοπον, τὸ (Α) φάρμακο για ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἄ κοπον (< α στερητικό + κόπος), επίθ. που προσδιορίζει συχνά τα φάρμακα] …   Dictionary of Greek

  • κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως …   Dictionary of Greek

  • νοθεύω — (ΑΜ νοθεύω) [νόθος] 1. ενεργώ νοθεία, καταστρέφω τη γνησιότητα, κιβδηλεύω, παραποιώ («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) αλλοιώνω τη σύσταση προσθέτοντας ξένη ουσία για εξαπάτηση και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”